- συμφυλακίτης
- ὁ, θηλ. συμφυλακῑτις, -ίτιδος, ΜΑ1. αυτός που είναι φυλακισμένος μαζί με κάποιον άλλον2. αυτός που υπηρετεί ως φυλακίτης* μαζί με κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φυλακίτης «κρατούμενος, φυλακισμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.